προσδεδεμένα

προσδεδεμένα
προσδέω 1
bind on
perf part mp neut nom/voc/acc pl
προσδεδεμένᾱ , προσδέω 1
bind on
perf part mp fem nom/voc/acc dual
προσδεδεμένᾱ , προσδέω 1
bind on
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσδεδεμένας — προσδεδεμένᾱς , προσδέω 1 bind on perf part mp fem acc pl προσδεδεμένᾱς , προσδέω 1 bind on perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… …   Dictionary of Greek

  • τοξίνες — Ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, πρωτεϊνικής φύσης, που όταν εισχωρήσουν στον οργανισμό, εξαιτίας της παθογόνας δύναμής τους, προκαλούν διάφορες νόσους. Από τις ζωικές τ. αναφέρουμε: την αραχνολυσίνη (που παράγεται από την αράχνη), τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”